-
1 ἀγρέω
A = αἱρέω, take, seize, freq. in Aeolic Inscrr. as IG12(2).6.33 ([voice] Pass., Lesbos);ἄγρει δ' οἶνον ἐρυθρόν Archil.4.3
;τρόμος παῖσαν ἄγρει Sapph.2.14
, cf. Thgn.294; ἀγρεῖ πόλιν captures, A.Ag. 126 (lyr.); of fishing, AP6.304 ([place name] Phanias); in prescriptions, ἄγρει, take! Nic.Th. 534, al.II Hom. only in imper. ἄγρει, prop take it!, hence, comeon!ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il.5.765
, cf. A.R.1.487; pl., ἀγρεῖτε (ἄγρειτε An. Ox.1.71
) Od.20.149. Cf. ἄργειτε.
См. также в других словарях:
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek